- κατεργάρικος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κατεργάρη, πονηρός: Αυτές είναι κατεργάρικες δουλειές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατεργάρικος — η, ο [κατεργάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε κατεργάρη, πανούργος, πονηρός, δόλιος («κατεργάρικα κόλπα»). επίρρ... κατεργάρικα με κατεργάρικο τρόπο, πονηρά, απατηλά, δόλια … Dictionary of Greek
καλπουζάνικος — η, ο [καλπουζάνος] αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος. επίρρ... καλπουζάνικα δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία … Dictionary of Greek
κάλπικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. κίβδηλος: Το νόμισμά σου είναι κάλπικο. 2. δολερός, κατεργάρικος: Είναι κάλπικος χαρακτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγα(μ)πόντικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), πονηρός, κατεργάρικος: Μου συμπεριφέρθηκε μπαγαπόντικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)